χοντρός

χοντρός
η , ό
1) толстый;

χοντρό χαρτί (γυαλί) — толстая бумага (стекло);

2) толстый, полный; тучный;

χοντρά χέρια — толстые руки;

3) крупный;

χοντρό αλάτι — крупная соль;

4) низкий (о голосе);
5) тяжёлый;

χοντρές δουλειές — чёрная, тяжёлая работа;

6) грубый (в разн. знач );

χοντρές ψευτιές — грубая ложь;

χοντρό λάθος — грубая ошибка;

χοντρό αστείο — грубая шутка;

χοντρός λόγος — брань, ругань;

7) грубый, неотёсанный;

χοντρός άνθρωπος — грубый, .неотёсанный человек;

χοντρό μυαλό — тупой ум;

χοντρό κεφάλι — тупая башка;

§ χοντρός λαός — чернь;

έχει χοντρό πετσί — он толстокожий, неотзывчивый человек;

δείχνω χοντρό — толстить;

τα παραλέω χοντρά — сильно преувеличивать


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Полезное


Смотреть что такое "χοντρός" в других словарях:

  • χόντρος — το, Ν η ιδιότητα ή η κατάσταση τού χοντρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. χοντρός, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. μακρός: μάκρος)] …   Dictionary of Greek

  • χοντρός — ή, ό επίρρ. ά 1. παχύς, ογκώδης: Κόβει τις ψέτες χοντρές. 2. παχύσαρκος, ευτραφής: Πήρε μια χοντρή γυναίκα. 3. για τη φωνή, βαρύς, βραχνός: Έχει χοντρή φωνή. 4. δύσκολος: Οι γυναίκες δεν είναι για χοντρές δουλειές. 5. άξεστος, αγροίκος: Είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοντρός — ή, ό, Ν βλ. χονδρός …   Dictionary of Greek

  • χόντρος — το πάχος, παχυσαρκία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 …   Dictionary of Greek

  • χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …   Dictionary of Greek

  • χοντρ(ο)- — και χονδρ(ο) Ν α συνθετικό λ. τής Νέας Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο επίθετο χοντρός / χονδρός και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες, οι περισσότερες από τις οποίες απαντούν και στο επίθετο χοντρός: α) «παχύς, ευτραφής, μεγαλόσωμος, ογκώδης»… …   Dictionary of Greek

  • χοντραίνω — και χοντρένω και χονδρύνω και χοντρύνω Ν [χοντρός] 1. (μτβ.) κάνω κάτι χοντρό ή χοντρότερο, αυξάνω κάτι ως προς το πάχος («θα τό χοντρύνεις το παιδί με τόσο φαΐ») 2. (αμτβ.) γίνομαι χοντρός ή χοντρότερος («όσο πάει και χοντραίνει») 3. φρ. α) «τά… …   Dictionary of Greek

  • χοντρούλης — ο, θηλ. χοντρούλα, Ν ο κάπως χοντρός, χοντρούλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. κοντ ούλης)] …   Dictionary of Greek

  • χοντρούτσικος — η, ο, Ν ο κάπως χοντρός, χοντρούλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + υποκορ. κατάλ. ούτσικος (πρβλ. λεπτ ούτσικος)] …   Dictionary of Greek

  • ψήλος — το, Ν 1. ανάστημα, ύψος 2. φρ. «πάω τού ψήλου» i) πετώ προς τα πάνω, ανυψώνομαι ii) ψηλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. χοντρός: χόντρος [το])] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»